χειμωνικός

χειμωνικός
-ή, -ό / χειμωνικός, -ή, -όν, ΝΑ [χειμών, -ῶνος]
νεοελλ.
αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια τού χειμώνα
2. το ουδ. ως ουσ. το χειμωνικό
το καρπούζι
3. παροιμ. α) «δύο χειμωνικά σε μια μασχάλη» — λέγεται για όσους καταπιάνονται συγχρόνως με δύο δυσχερή έργα
β) «στο χειμωνικό χερούλι δεν κολλάει»
i) δηλώνει ότι δεν στέφονται με επιτυχία οι προσπάθειες που αντιβαίνουν στη φύση
ii) δηλώνει ότι δεν γίνονται πιστευτές συκοφαντίες που στρέφονται εναντίον ευυπόληπτου προσώπου
γ) «γυναίκα και χείμωνικό η τύχη τά διαλέγει» — δηλώνει ότι πολλά πράγματα στη ζωή είναι ζήτημα τύχης
αρχ.
1. (για ενδύματα) κατάλληλος για τον χειμώνα
2. σφοδρός, θυελλώδης («ὄμβρον χειμωνικὸν ἀναπέμπουσα», Επιφάν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χειμωνικός — for winter use masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειμωνικόν — χειμωνικός for winter use masc acc sg χειμωνικός for winter use neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειμωνικοῦ — χειμωνικός for winter use masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειμωνικῷ — χειμωνικός for winter use masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμποδισμός — και αμποδισμός, ο (Α ἐμποδισμός) εμπόδιση, εμπόδιο μσν. 1. (ως προσωποπ.) άγριος, σοβαρός άνθρωπος 2. συγκρατημένος («σαν ποταμός χειμωνικός, π ἀμποδισμό δέν ἔχει», Ροδολίν.) …   Dictionary of Greek

  • χειμωνικό — το, Ν βλ. χειμωνικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”